- ταξιθετώ
- ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του.2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.